ζάδηλος

ζάδηλος
ζάδηλος, ον, for διάδηλος, of a sail
A with holes in it, Alc.18.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζάδηλος — ον (Α) 1. (αιολ. τ.) βλ. διάδηλος 2. (για ιστίο) γεμάτο τρύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + δήλος. Με τη δεύτερη σημασία η λ. αποτελεί επίθ. τού λαίφος «ξεφτισμένο ύφασμα»] …   Dictionary of Greek

  • ζάδηλον — ζάδηλος with holes in it masc/fem acc sg ζάδηλος with holes in it neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα — (I) ζά (Α) (αιολ. τ. τής πρόθ. διά) 1. σπάνια χρησιμοποιείται ως πρόθ. (α. «ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν», Θεόκρ. β. «ζὰ νυκτός», Ιω. Γραμματ.) 2. συνηθέστερα ως α συνθετ. στα αιολ. σύνθετα ζαβάλλω, ζάβατος, ζάδηλος κ.λπ. αντί διαβάλλω, διάβατος, διάδηλος… …   Dictionary of Greek

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”